κολακεύων

κολακεύων
κολακεύω
to be a flatterer
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίναδος — κίναδος, εος, τὸ (Α) 1. η αλεπού («οἱ Σικελιῶται γὰρ τὴν ἀλώπεκα κίναδον προσαγορεύουσι», Σχόλ. Θεόκρ. 2. μτφ. πανούργος, δόλιος άνθρωπος («οὕς σὺ ζώντας μέν, ὦ κίναδος, κολακεύων παρηκολούθεις», Δημοσθ.) 3. θηρίο, τέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”